-
1 εφαπτω
Iион. ἐπάπτω [ἅπτω I]1) досл. привязывать, прикреплять, закреплять, перен. совершать, делать(ἔργον τι κατ΄ ὀργήν Soph.)
ἐφάψαι πότμον ὀρφανόν Pind. — обречь на бездетность;λύων ἂν ἢ ἐφάπτων (v. l. ἅπτων ἂν ἢ λύων) Soph. — развязывая ли, или связывая, т.е. поступая таким ли образом, или противоположным;pass. — быть укрепляемым, предопределяемым:Τρώεσσι κήδεα или ὀλέθρου πείρατα ἐφῆπται или ἐφῆπτο (ppf. pass.) Hom. — над троянцами нависла гибель;ἀθανάτοιοιν ἔρις καὴ νεῖκος ἐφῆπται Hom. — раздор и распря стали уделом бессмертных;εἴδεος ἐπαμμένος Her. — наделенный красотой;ἁπάσης ταύτης τῆς ἕξεως ἐφαπτόμενα Plat. — то, что связано со всеми этими обстоятельствами2) med. (со)прикасаться, хвататься(τινος Arph., Arst., Plut. и τινος χερί Pind.)
ξίφους ἐ. Aesch. — хвататься за меч;ἐ. τινος τέν διάνοιαν Arst. — размышлять о чем-л.;χείρεσσιν ἐφάψασθαι ἠπείροιο Hom. — ухватиться руками за сушу, т.е. доплыть до берега;σκοπιᾶς ἄλλας ἐφάψασθαι ποδοῖν Pind. — взойти на новую вершину3) med. (при)касаться, достигать(κελεύθοις ἁπλόαις τινός Pind.; τοῦ ἀληθοῦς Plat.)
4) med. захватывать(ῥυσίων Aesch.; τῶν Ἐρεχθεϊδᾶν δόμων Eur.)
5) med. постигать6) med. быть прикосновенным, причастным(ἀκράντοις ἔπεσι Pind.; τῶν περὴ φύσεως ζητημάτων Plat.)
ἐφάψασθαι τῶν σπονδῶν Plut. — принять участие в заключении перемирияII[ἅπτω II] зажигать, pass. загораться(ὥστε πῦρ ἐφάπτεται ὕβρισμα Eur. - v. l. ὑφάπτεται)
-
2 συγχυσις
- εως ἥ1) слияние, смешение (sc. τῶν χυμῶν Plut.)2) стирание, сглаживание(ὅρων Plut.)
3) разрушение, уничтожение(δόμων Eur.; sc. κόσμου Plut.)
σ. βίου Eur. — гибель4) смущение, смятение(ἐπλήσθη ἥ πόλις τῆς συγχύσεως NT.)
σύγχυσιν ἔχειν Eur. — быть смущенным;σ. ὀμμάτων Eur. — смущенный взгляд5) нарушение(τῶν σπονδῶν Thuc.; ὁρκίων Plut.)
-
3 στηλη
дор. στάλᾱ (τᾱ) ἥ1) столб, свая Hom.Ἡράκλέος στᾶλαι Pind. = Στῆλαι Ἡρακλέους;
σ. ἐξ ὑάλου πεποιημένη Her. — столб, сделанный из стекла ( или прозрачного камня)2) надгробный столб Hom., Thuc., Xen., Plat.στάλαν θέμεν перен. Pind. — воздвигнуть памятник
3) пограничный столб, межевой знак Xen.5) мемориальный столб, стела(Dem.; ἐν στήλῃ ἀναγραφῆναι Her.)
κατὰ τοὺς ἐν τῇ στήλῃ νόμους Plat. — согласно начертанным на столбе законам;τὰς ξυνθήκας τὰς περὴ τῶν σπονδῶν ἀναγράψαι ἐν στήλῃ λιθίνῃ Thuc. — записать условия мирного договора на каменном столбе6) договор, соглашениеκατὰ τέν στήλην Arph. — согласно договору;
παραβῆναι τὰς στήλας Polyb. — нарушить условия договора7) закон -
4 κατατριακοντουτιζω
шутл. поступать как подобает с τριακοντούτιδες (см.)(κ. τῶν τριακοντουδίνων σπονδῶν Arph.)
См. также в других словарях:
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Ο, ο — (αρχαία ελληνικά ου και μεταγενέστερα ο μικρόν). Το δέκατο πέμπτο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου. Προέρχεται από το σημιτικό ajin (μάτι), το οποίο διαλεκτικά προφερόταν δη. Η παράσταση του σημιτικού ajin ήταν Ο και αυτό το σχήμα είχε γενικά, με… … Dictionary of Greek
έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… … Dictionary of Greek
παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… … Dictionary of Greek
παρασπονδηδόν — Μ επίρρ. με παραβίαση τών σπονδών, τών συνθηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσπονδος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πανσπερμ ηδόν)] … Dictionary of Greek
παρασπόνδηση — η / παρασπόνδησις, εως, ΝΑ [παρασπονδώ] παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία … Dictionary of Greek
εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… … Dictionary of Greek
σπονδαρχία — ἡ, Α [σπόνδαρχος] η έναρξη τής τελετής τών σπονδών … Dictionary of Greek
σπονδαυλώ — και σπενδαυλῶ, έω, Α [σπονδαύλης] παίζω αυλό κατά την επίσημη τελετή τών σπονδών … Dictionary of Greek
σπονδονόμοι — οἱ, Α εντεταλμένοι που επέβλεπαν την τήρηση τών σπονδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπονδή + νόμος*] … Dictionary of Greek
σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… … Dictionary of Greek